αὐτεπάγγελτος — offering of oneself masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτεπάγγελτος — η, ο (AM αὐτεπάγγελτος, ον) αυτός που κάνει κάτι από μόνος του ή από δική του προαίρεση νεοελλ. φρ. «αυτεπάγγελτη δίωξη» η ποινική δίωξη που κινείται εξ επαγγέλματος από τον εισαγγελέα όταν μάθει ότι έγινε κάποια αξιόποινη πράξη αρχ. απρόσκλητος … Dictionary of Greek
αὐτεπαγγέλτως — αὐτεπάγγελτος offering of oneself adverbial αὐτεπάγγελτος offering of oneself masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτεπάγγελτον — αὐτεπάγγελτος offering of oneself masc/fem acc sg αὐτεπάγγελτος offering of oneself neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτεπαγγέλτοις — αὐτεπάγγελτος offering of oneself masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτεπαγγέλτου — αὐτεπάγγελτος offering of oneself masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτεπαγγέλτους — αὐτεπάγγελτος offering of oneself masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτεπαγγέλτῳ — αὐτεπάγγελτος offering of oneself masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτεπάγγελτοι — αὐτεπάγγελτος offering of oneself masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… … Dictionary of Greek